- ξαργιά
- ξαργιά, ἡ (Μ) [ξαργώ]1. ημέρα αργίας, ανάπαυσης2. ο χρόνος που μένει ακαλλιέργητη η γη, η αγρανάπαυση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξαργιάζω — (Μ) 1. αναπαύομαι, αργώ 2. (για τη γη) μένω ακαλλιέργητη, βρίσκομαι σε αγρανάπαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαργῶ, κατά τα ρήματα σε ιάζω, ή, κατ άλλους, < ξαργιά] … Dictionary of Greek